-
1 ποινικός
η, ό[ν] уголовный;ποινικός κώδικας ( — или κώδιξ) — или ποινικ νόμος — уголовный кодекс;
ποινικό δίκαιο — уголовное право;
ποινική δικονομία — уголовное процессуальное право;
ποινικός κατάδικος — или κατάδικος τού κοινού ποινικού δικαίου — уголовник, уголовный преступник;
ποινική δίωξη — привлечение к уголовной ответственности;
§ ποινική ρήτρα — клаузула (договора)
-
2 κώδικας
[-ιξ (-ικος)] ο1) кодекс;ποινικός κώδικας — уголовный кодекс;
2) код;τηλεγραφικός κώδικας — телеграфный код;
3) правила; положение -
3 кодекс
кодекс м о κώδικας* уголовный \кодекс ο ποινικος κώδικας* * *мο κώδικαςуголо́вный ко́декс — ο ποινικός κώδικας
-
4 кодекс
-а α.κώδικας•граждинский кодекс αστικός κώδικας•
уголовный кодекс ποινικός κώδικας.
|| κάθε αρχαίο χειρόγραφο βιβλιοδετημένο. -
5 уголовный
επ.1. εγκληματικός•уголовный преступник εγκληματίας• κατάδικος.
2. ουσ. α., θ. -ая βλ. уголовник, -ца (1 σημ.).3. ποινικός•уголовный кодекс ποινικός κώδικας•
-ое преследование ποινική δίωξη•
-ая социология κοινωνιολογία του εγκλήματος•
-ое следствие ανάκριση για έγκλημα.
|| εγκληματικού περιεχομένου•уголовный роман εγκληματικό μυθιστόρημα.
-
6 наказание
-я ουδ.τιμωρία, ποινή, κολασμός•телсное наказание σωματική τιμωρία•
высшая мера -я η εσχάτη των ποινών•
подвергнуть -го υποβάλλω σε τιμωρία•
в наказание για τιμωρία•
исправительное наказание επανορθωτική ποινή•
увеличение -я επαύξηση της ποινής•
смягчение -я μετρίαση της ποινής•
налагать наказание επιβάλλω ποινή•
уложение о -ях ποινικός κώδικας•
страх -я ο φόβος της τιμωρίας•
что за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη!
-
7 кодекс
юр. ο κώδιξ, ο κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кодекс
-
8 уголовный
юр. ποινικός, εγκληματικός. - кодекс - κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уголовный
-
9 νόμος
ο1) закон (в разя, знач);φυσικός νόμος — закон природы;
άγραφος νόμος — неписаный закон;
ερμηνεία τού νόμου — толкование закона;
εκτακτος νόμος — чрезвычайный закон;
κώδικας νόμων — свод законов;
νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης — законы общественного развития;
παραβαίνω τον νόμο — нарушать закон;
δημοσιεύω νόμο — обнародовать закон;
ψηφίζω νόμο — принимать закон;
ακυρώνω τον νόμο — отменять закон;
τούτο έχει ισχύ ν νόμου — это имеет силу закона;
σύμφωνα με το νόμο — в силу закона;
κατά νόμον — по закону;
παρά τον νόμον — вопреки закону;
εκτός νόμου — вне закона;
κατά το γράμμα (τό πνεύμα) τού νόμου — согласно букве (духу) закона;
εν ονόματι τού νόμου — именем закона;
νόμοι της κοινωνικής συμπεριφοράς — нормы общественного поведения;
νόμος της έλξεως ( — или βαρύτητος) — закон всемирного тяготения;
θείος νόμος — церковная заповедь;
νόμος της ποταπαγόρευσης — сухой закон;
2) законоположение, законодательство;ποινικός νόμος — уголовное законодательство;
ο Ρωμαϊκός νόμος — римское право;
§
εξ αυτού οι νόμοι και οι προφήται κρέμονται — всё зависит от него;δεν έχει ούτε πίστη οότε νόμο — у него нет ни чести, ни совести
См. также в других словарях:
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ποινή: Ποινικό δίκαιο. – Ποινικός κώδικας. – Ποινική ρήτρα. – Ποινική ευθύνη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek
κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
λαθρεμπόριο — Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος»,… … Dictionary of Greek
πατροκτονία — (Νομ.). Ο φόνος του πατέρα από το παιδί του. Η πράξη του πατροκτόνου. Κατά το αρχαιότατο άγραφο ελληνικό δίκαιο, π. ήταν και ο φόνος κάθε ατόμου ενός γένους, από μέλος του ίδιου γένους. Το αδίκημα το θεωρούσαν καθαρά οικογενειακό και το δίκαζαν… … Dictionary of Greek